- εκμεταλλευτής
- ο эксплуататор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκμεταλλευτής — ο θηλ. εύτρια 1. αυτός που εκμεταλλεύεται κερδοφόρα πηγή: Είναι ο εκμεταλλευτής του κυλικείου. 2. μτφ., αυτός που επωφελείται από την ανάγκη των άλλων ή από ειδικές καταστάσεις και κερδοσκοπεί: Εκμεταλλευτής της ιδεολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκμεταλλευτής — ο 1. αυτός που εκμεταλλεύεται κάποια κερδοφόρα πηγή 2. αυτός που επωφελείται από τις ανάγκες άλλων και αποκομίζει αθέμιτα κέρδη ή άλλα οφέλη εις βάρος τους («εκμεταλλευτής τών εργατών») … Dictionary of Greek
αιματοφάγος — α, ο 1. αυτός που τρώει, που ρουφά αίμα, αιμοδιψής, αιμοβόρος 2. αυτός που τρεφεται με αίμα ζωντανών οργανισμών 3. αδίσταχτος εκμεταλλευτής, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού τρώγω] … Dictionary of Greek
ανεμογδάρτης — ο 1. αρπακτικό πουλί 2. ο εκμεταλλευτής, ο αγιογδύτης … Dictionary of Greek
ανθρωποφάγος — Ονομασία των δύο από τα δώδεκα νησάκια από τα οποία αποτελείται η συστάδα των νησίδων Φούρνοι στα Α της Ικαρίας. Βρίσκονται περίπου 2,5 χλμ. Α του ακρωτηρίου Αγριδιό των νησιών Φούρνοι. Το ένα λέγεται Μεγάλος Α. ή Ανθρώ και το άλλο Μικρός Α. ή… … Dictionary of Greek
βιζικάντι — το και βεζικάντι και βιζιγάντι 1. εκδόριο, έμπλαστρο που κολλιέται στο δέρμα για ν απορροφήσει επιβλαβή υγρά 2. μτφ. ο εκμεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vescicante «εκδόριο» ή μτφ. «ενοχλητικός»] … Dictionary of Greek
ζουράρης — ζουράρης, ὁ (Μ) [ζούρα II] τοκογλύφος, εκμεταλλευτής … Dictionary of Greek
λυμεών — ο (AM λυμεών, ῶνος) 1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.) 2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. εών (πρβλ. απατ εών)] … Dictionary of Greek
μικροεπιχειρηματίας — ο επιχειρηματίας που κινείται σε περιορισμένο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής μικρής επιχείρησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
νταβατζής — και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής) νεοελλ. εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνεία μσν. (νομ.) ο ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»] … Dictionary of Greek
Ψαρός, Αντώνιος — Ναυτικός που καταγόταν από τη Μύκονο. Διετέλεσε πλοηγός του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες (1770 74). Στις αρχές του 1771 ο Ψ., μετά από αίτηση των… … Dictionary of Greek